ὑπογραμμοί

ὑπογραμμοί
ὑπογραμμός
writing-copy
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπογραμμός — ο / ὑπογραμμός, ΝΜΑ [υπογράφω] 1. δείγμα για γραφή, υπόδειγμα 2. παράδειγμα, πρότυπο νεοελλ. φρ. «τύπος και υπογραμμός» (για πρόσ.) πρότυπο για μίμηση μσν. αρχ. διδαχή, μάθημα («ὑπογραμμὸν ἡμῑν καὶ διὰ τούτων δίδωσιν ὁ σωτήρ, μὴ φρονεῑν ἐφ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”